αφόρτιστος

αφόρτιστος
η , ο [ος , ον ]
1) незаряжённый;

αφόρτιστο σωμάτιο ( — или σωματίδιο) — незаряжённая частица;

αφόρτιστη μπαταρία — незаряжённая батарея;


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αφόρτιστος" в других словарях:

  • ηλεκτροστατική επαγωγή — Η εμφάνιση ηλεκτρικού φορτίου σε έναν αγωγό, με βάση τη δυνατότητα κίνησης των ελεύθερων ηλεκτρονίων, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου. Αν ένας αφόρτιστος αγωγός τοποθετηθεί κοντά σε ένα θετικά φορτισμένο σώμα, το τμήμα του αγωγού που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»