- αφόρτιστος
- η , ο [ος , ον ]1) незаряжённый;
αφόρτιστο σωμάτιο ( — или σωματίδιο) — незаряжённая частица;
αφόρτιστη μπαταρία — незаряжённая батарея;
2) см. αφόρτωτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφόρτιστο σωμάτιο ( — или σωματίδιο) — незаряжённая частица;
αφόρτιστη μπαταρία — незаряжённая батарея;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροστατική επαγωγή — Η εμφάνιση ηλεκτρικού φορτίου σε έναν αγωγό, με βάση τη δυνατότητα κίνησης των ελεύθερων ηλεκτρονίων, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου. Αν ένας αφόρτιστος αγωγός τοποθετηθεί κοντά σε ένα θετικά φορτισμένο σώμα, το τμήμα του αγωγού που… … Dictionary of Greek